αγωγιάτικος

αγωγιάτικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει στον αγωγιάτη ή σχετίζεται μ' αυτόν· ο πληθ. του ουδ. ως ουσ., τα αγωγιάτικα η αμοιβή του αγωγιάτη, το αγώι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγωγιάτικος — η, ο [αγωγιάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αγωγιάτη 2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα «αγωγιάτικα» αμοιβή τού αγωγιάτη για μεταφορά, τα μεταφορικά …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”